του Θανάση Αγάθου στο The Books' Journal
Η λογοτεχνία του Χριστόφορου Μηλιώνη, ο οποίος πέθανε το 2017, είναι ένα corpus που περιμένει νέους αναγνώστες. Μια συλλογή δοκιμίων που αποπειράται να τον ξαναδιαβάσει προσφέρει μια πολυπρισματική ματιά στο σημαντικό έργο του. [ΤΒJ]
Ο τόμος Χριστόφορος Μηλιώνης. Νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις στην πεζογραφία του, εγκαινιάζει μια νέα σειρά των εκδόσεων Αιγόκερως, η οποία φέρει τον τίτλο «Δυτικά της Πίνδου. Γραφές για λογοτέχνες» και έχει επιστημονικό επιμελητή τον Ευάγγελο Αυδίκο, ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και πεζογράφο. Η επιλογή του Χριστόφορου Μηλιώνη ως συγγραφέα στον οποίο αφιερώνεται ο πρώτος τόμος της σειράς είναι εξαιρετικά εύστοχη. Πεζογράφος αντιπροσωπευτικός της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, στενά δεμένος με τον τόπο, την ατομική και συλλογική μνήμη, την ιστορία και την παράδοση, ο Μηλιώνης μάς είναι ταυτόχρονα οικείος και ανοίκειος, με ένα έργο πολύμορφο, πολύσημο και γοητευτικό, ανοιχτό σε νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις.
Νέες προσεγγίσεις
Αυτές οι νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις ήταν εξαρχής ο στόχος της συντακτικής ομάδας που ανέλαβε τον τόμο (Ευάγγελος Αυδίκος, Κώστας Καραβίδας, Θανάσης Κούγκουλος, Γιάννης Παππάς και Δημήτρης Χριστόπουλος). Όπως υποστηρίζει ο Ευάγγελος Αυδίκος στο εισαγωγικό κείμενο του τόμου, «κατανοήθηκε ότι το αφιέρωμα θα αποκτήσει νόημα αν εισφέρει νέες οπτικές και ανατροφοδοτήσει τη συζήτηση για το έργο του Μηλιώνη» (σ. 12). Και το ενδιαφέρον είναι ότι τα κείμενα του τόμου προέρχονται τόσο από καταξιωμένους/καταξιωμένες ακαδημαϊκούς και κριτικούς όσο και από ερευνητές και ερευνήτριες της νεότερης γενιάς. Καθένα από τα κείμενα φωτίζει μια διαφορετική πτυχή του πληθωρικού έργου του πεζογράφου.
Ο Αλέξης Ζήρας («Τόποι υπαρκτοί και τόποι ανύπαρκτοι. Η αναβίωση προσώπων και τόπων στις μυθοπλασίες του Χριστόφορου Μηλιώνη») υπογραμμίζει ότι στη μυθοπλασία του Μηλιώνη κομβικό ρόλο διαδραματίζουν ο τόπος, ο εξω-αστικός και κοινοτικός χώρος, η ενδοχώρα της πόλης των Ιωαννίνων και το φυσικό τοπίο της, ο ταλαιπωρημένος, ασκητικός μικρόκοσμος της Ηπείρου και, επιπρόσθετα, ως ένα από τα βασικά μορφολογικά χαρακτηριστικά του έργου του συγγραφέα, ο εσωτερικός ρυθμός «που μεταφέρεται από την ψυχική κατάσταση στη ροή της αφήγησης, κάνοντάς την ελεγειακή» (σ. 19).
Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου («Τα Ύστερα του Χριστόφορου Μηλιώνη») επικεντρώνεται στην υστερότερη λογοτεχνική παραγωγή του Μηλιώνη, από το 2002, όταν συμπληρώνει τα εβδομήντα χρόνια του, ώς το 2017, έτος του θανάτου του: στο αυτοτελώς εκδοθέν διήγημα Η φωτογένεια (2002), στη νουβέλα Το μοτέλ. Κομμωτής κομητών (2005) και στη συλλογή διηγημάτων Τα πικρά γλυκά (2008), καθώς και στα μεταθανάτια Αποθέματα (2017). Μεταξύ των χαρακτηριστικών τους αναφέρει την εκ νέου αναμέτρηση με το παρελθόν, την ανακίνηση των παιδικών χρόνων χωρίς αισθηματολογία, το υποδόριο χιούμορ και τη ροπή προς το ονειρικό και το φευγαλέο.
Ο Βασίλης Βασιλειάδης («Η αφηγηματική διαχείριση του αδύνατου νόστου στην πεζογραφία του Χριστόφορου Μηλιώνη») περιδιαβάζει διηγήματα και κριτικά κείμενα του Μηλιώνη με άξονα αναφοράς την αφηγηματική διαχείριση του αδύνατου νόστου, κάνοντας σχόλια αναφορικά με τη λειτουργία της μνήμης και του χρόνου, τη μνημονική ανακατασκευή του τόπου και την επιστροφή στο βίωμα της παιδικής ηλικίας, «μια επιστροφή με το άλγος του νόστου και ταυτόχρονα με την επίγνωση του αδύνατου να επιστρέψει κανείς στην εποχή εκείνη που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί» (σ. 32).
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος («Κάτω από το πέτρινο βλέμμα των Ακροκεραυνίων») ασχολείται με το βιβλίο Ακροκεραύνια (1976) και κυρίως με την ομότιτλη νουβέλα, αποτύπωση της αίσθησης χάους που επικρατεί τα σκληρά χρόνια του Εμφύλιου στα βουβά και μυθικά σχεδόν Ακροκεραύνια, τα Βουνά της Χειμάρρας, για να καταλήξει στη διαπίστωση ότι ο Μηλιώνης εδώ πετυχαίνει μια διπλή νίκη: «να αποδώσει με το ύφος της γραφής του […] τη θολούρα και τον στρόβιλο των εμφυλιακών χρόνων και συνάμα […] να μην προδώσει πουθενά την ανθρωπιά εκείνων που […] τους βίωσαν» (σ. 46).
Η Μαρία Ν. Ψάχου («Για τους Ανυπεράσπιστους των διηγημάτων του Χριστόφορου Μηλιώνη. Ζητήματα κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού») διερευνά τον κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό των διηγημάτων του Μηλιώνη, μέσα από τους ήρωες και τους αντιήρωές του, που κινούνται στη μεταπολεμική και μεταπολιτευτική Ελλάδα και καθρεφτίζουν πτυχές της παθολογίας της, όπως ο κοινωνικός διχασμός, η κομματική διαφθορά, ο στιγματισμός λόγω πολιτικών φρονημάτων, η θεώρηση της πρόσληψης στο Δημόσιο ως πανάκειας, η μετανάστευση και η συνακόλουθη αστικοποίηση, οι συνέπειες του καταναλωτισμού και της άλογης χρήσης της τεχνολογίας, η τραγωδία της Κύπρου.
Ο Θανάσης Κούγκουλος («Η εικόνα του Τούρκου /μουσουλμάνου στο διήγημα «Ένας είναι ο Θεός» του Χριστόφορου Μηλιώνη»), με θεωρητικό εργαλείο τη μελέτη της ετερότητας σύμφωνα με τις αρχές της λογοτεχνικής εικονολογίας, εξετάζει την εικόνα του Τούρκου/Μουσουλμάνου στο διήγημα του Μηλιώνη «Ένας είναι ο Θεός» (που πρωτοδημοσιεύεται το 2003 στο περιοδικό Η Λέξη), για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο αξιακός κώδικας που προβάλλει εδώ ο συγγραφέας ανατρέπει το στερεοτυπικό φαντασιακό για τον Τούρκο/μουσουλμάνο ως άλλο και η φύση σκιαγραφείται ως χώρος του θείου που υπαγορεύει την ανεκτικότητα και αποστρέφεται την ξενοφοβία.
Η Άννα Αφεντουλίδου («Το αγκαθερό φορτίο της μνήμης μιας υβριδικής αφήγησης, μέσα από επιστολές ομοτέχνων») στέκεται στο βιβλίο Το αγκαθερό φορτίο (1994), αφήγηση αναμνήσεων της μητέρας του συγγραφέα, Αναστασίας Μαραγκού-Μηλιώνη, παραθέτοντας και σχολιάζοντας μια αδημοσίευτη επιστολή του ομοτέχνου τού Μηλιώνη, συγγραφέα Τάσου Καλούτσα, σχετικά με την αναγνωστική επίδραση αυτής της «προφορικής» αφήγησης, όπου ανιχνεύονται κύρια χαρακτηριστικά της υβριδικής μορφής του βιβλίου αυτού αλλά και της συγγραφικής ιδιοπροσωπίας του ίδιου του Μηλιώνη. Επιπρόσθετα, η μελετήτρια παραθέτει ομόλογες απόψεις δύο ακόμη συγγραφέων, του Πρόδρομου Μάρκογλου και της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος («Ταυτότητες παιδαγωγών στο έργο του Μηλιώνη») μελετά τις αναπαραστάσεις των παιδαγωγών σε πέντε έργα του Μηλιώνη: Ακροκεραύνια (1976), Καλαμάς κι Αχέροντας (1985), Χειριστής ανελκυστήρος (1993), Τα πικρά γλυκά (2008) και Το πουκάμισο του Κένταυρου (1971). Σύμφωνα με τον μελετητή, οι εικόνες των εκπαιδευτικών στο έργο του συγγραφέα, συχνά εμπνευσμένες από τα προσωπικά βιώματά του ως φιλολόγου, δεν αναπαράγουν το διχαστικό μετεμφυλιακό κλίμα αλλά κινούνται σε μια κατεύθυνση συμφιλιωτική, ανθρώπινη και γεμάτη ενσυναίσθηση.
Η Αλίκη Τσοτσορού («Η τοπιογραφία στο έργο του Χριστόφορου Μηλιώνη») διαβάζει μεγάλο αριθμό κειμένων του Μηλιώνη ως δείγματα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, καταλήγοντας στο ερεθιστικό συμπέρασμα ότι ο συγγραφέας διαμορφώνει έναν μεταμοντέρνο τύπο ταξιδιωτικής λογοτεχνίας «όπου η ανάμνηση των προσώπων, των γεγονότων και των σχέσεων εντός της παραδοσιακής κοινότητας […] συνυπάρχει με τις επανερχόμενες περιγραφές των τόπων και τη διαρκή υπενθύμιση των τοπωνυμίων, η χορεία των οποίων συνενώνει όλες τις πτυχές της πεζογραφίας του» (σ. 119).
Ο Δημήτρης Κόκορης («Ένας πεζογράφος που ξέρει από ποίηση: σχόλια σε δύο διηγήματα του Χριστόφορου Μηλιώνη») επικεντρώνεται σε δύο διηγήματα του Μηλιώνη που φέρουν ως μότο στίχους από γνωστά ποιήματα: το διήγημα «Η Αποκριά», από τα Ακροκεραύνια, που εκκινεί με τον στίχο «Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά», με τον οποίο ανοίγει και κλείνει το ομότιτλο ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη, και το διήγημα «Η Δικαιοσύνη», που εντάσσεται στη συλλογή Χειριστής ανελκυστήρος και επιστέφεται από το απόσπασμα «Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά, / με χαμηλωμένα μάτια», που περιέχεται στο Δ του Μυθιστορήματος του Σεφέρη, που έχει τον τίτλο «Αργοναύτες». Κατά τον μελετητή, η ευφυής αυτή επιλογή του πεζογράφου διανοίγει το ερμηνευτικό και διακειμενικό πεδίο και ωθεί τον αναγνώστη να βιώσει ως δέκτης τον γόνιμο διάλογο μεταξύ κειμένων διαφορετικού λογοτεχνικού γένους.
Η Αναστασία Νάτσινα («Ο δύσκολος τουρισμός στον Χριστόφορο Μηλιώνη. Η έλξη του κενού μεταξύ συρμού και αποβάθρας») επισημαίνει ότι, πέρα από τους τόπους όπου έζησε, ο συγγραφέας δυσκολεύεται να ταξιδέψει και να δει τα αξιοθέατα και θεωρεί τον «δύσκολο» τουρισμό των ηρώων της διηγηματογραφίας του ως απότοκο των σκληρών χρόνων της Κατοχής και του Εμφυλίου, των απωλειών, των πάσης φύσεως ματαιώσεων, των διαψεύσεων των οραμάτων και του φόβου του θανάτου. Η μελετήτρια υπογραμμίζει ότι ο Μηλιώνης «μας εξηγεί μυθοπλαστικά, ξανά και ξανά, ότι σκέτη η τουριστική μετατόπιση δεν προσφέρει τίποτε, αν δεν μπορεί να συναντηθεί με το ιδιαίτερο βιωματικό βάθος –τις ανθρώπινες περιπτώσεις, την ιστορία, τη λογοτεχνία– ενός τόπου» (σ. 140).
Ο Πάνος Κυπαρίσσης («Χριστόφορος Μηλιώνης και "Ο φιλόκαλος ληστής" του») περιγράφει αναλυτικά και σχολιάζει την πλοκή και τους χαρακτήρες του διηγήματος του Μηλιώνη «Ο φιλόκαλος ληστής», το οποίο χαρακτηρίζει «ένα πυκνό στον πυρήνα του, ρεαλιστικό διήγημα με ελλειπτικούς ωστόσο καίριους προσδιορισμούς των ηρώων του, σπάνιο για τα δεδομένα της έκτασής του» (σ. 162).
Ο χαμένος χρόνος
Η Λίνα Πανταλέων («Χριστόφορος Μηλιώνης, Οι κλίμακες του πένθους») ανιχνεύει την ηχητική του πένθους, την ακουστική των ερειπίων σε μια ευρεία γκάμα κειμένων του Μηλιώνη, διατυπώνοντας την άποψη ότι ο συγγραφέας απλώνει σε μουσικές κλίμακες τους ήχους του θανάτου και, με τη μαεστρική γλώσσα του, μελωδεί την απώλεια, και καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «ο χαμένος χρόνος αντηχεί στις σελίδες μέσα από λέξεις σφύζουσες από ακούσματα, ευφρόσυνα και επιμνημόσυνα, από ψιθύρους, θροΐσματα, τραγούδια, στεναγμούς και ουρλιαχτά, αναφιλητά και γλέντια εκκωφαντικά, ένα αμάλγαμα των μειζόνων συγχορδιών της ζωής» (σ. 180).
Ο Σπύρος Γ. Μπρίκος («Το ξενοδοχείον "Η Ωραία Ελλάς", οι αναπαραστάσεις της πραγματικότητας και το κρυπτογενές τραύμα») διαβάζει το αφήγημα «Ξενοδοχείον "Η Ωραία Ελλάς"» ως τον έκκεντρο πυρήνα της συλλογής πεζογραφημάτων του Μηλιώνη Ακροκεραύνια, υποστηρίζοντας ότι η συγκεκριμένη νουβέλα «συνδέει μέσω του αδιόρατου ιστού της τα υπόλοιπα μέρη, εγκαθιστώντας και επανιδρύοντας έναν συμπαγή χωροχρονικό ορίζοντα αφήγησης» (σ. 182). Ο μελετητής επιχειρεί διακειμενικούς συσχετισμούς με το Τέλος της μικρής μας πόλης του Δημήτρη Χατζή και τον Θίασο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ενώ εντοπίζει στοιχεία κινηματογραφότροπα στο σύνολο των Ακροκεραυνίων.
Η Μαρίνα Ζώτου («Ανιχνεύοντας το φανταστικό στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του Χριστόφορου Μηλιώνη Παραφωνία»), με βάση τις θεωρητικές κωδικοποιήσεις του Τσβέταν Τοντόροφ, ανιχνεύει στοιχεία λογοτεχνίας του φανταστικού στα διηγήματα «Στο φαράγγι» και «Ένα κλαδί κορομηλιάς», που ανήκουν στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του Μηλιώνη, την Παραφωνία (1961). Στο πρώτο διήγημα εμφανίζονται παραδοσιακά θεματικά μοτίβα της φανταστικής αφήγησης όπως το στοιχειωμένο γεφύρι και η φασματική μορφή του ασάλευτου γέρου, ενώ στο δεύτερο διήγημα στοιχεία του φανταστικού, του υπερφυσικού, χρησιμοποιούνται ως μέσα για τη διερεύνηση του προσωπικού χώρου και των συναισθημάτων.
Ο Χριστόφορος Χαρατσάρης («Διακυμάνσεις της ερωτικής εμπειρίας ηθική, διάνοια και συναισθήματα») στρέφει την έρευνά του στην αναζήτηση της ερωτικής ιδιωτικότητας σε τέσσερα διηγήματα του Μηλιώνη: «Η Συλβάνα» (1992, διήγημα που, κατά τον μελετητή, θέτει εξαρχής το ζήτημα της σεξουαλικής θέασης), «Ανταρσία» (1961, διήγημα στο οποίο το ατομικό ερωτικό πάθος συγκρούεται με το επαγγελματικό καθήκον), «Μεσάνυχτα» (1961, διήγημα στο οποίο διαφαίνεται η αντίθεση ανάμεσα στη διανοητική και τη θυμική οπτική γωνία αναφορικά με τον έρωτα) και «Οι λάμπες» (1971, διήγημα με μιαν ηρωίδα ηθική και γενναιόδωρη, ερωτευμένη άνευ όρων με τον σύζυγό της).
Ο Γιάννης Παππάς («Βίωμα ιθαγένειας και μυθοποιητική εντοπιότητα στις συλλογές διηγημάτων του Χριστόφορου Μηλιώνη: Καλαμάς κι Αχέροντας (1985) και Τα φαντάσματα του Γιορκ (1999)») αναλύει το βίωμα της ιθαγένειας και της μυθοποιητικής εντοπιότητας στα διηγήματα του Μηλιώνη «Ο φρύνος», «Καλαμάς κι Αχέροντας», «Η Μαναμεγάλη» και «Η Φρύνη», που ανήκουν στη συλλογή Καλαμάς κι Αχέροντας (1985), και στο διήγημα «Ακούω τον άνεμο», που περιλαμβάνεται στη συλλογή Τα φαντάσματα του Γιορκ (1998) και αποτελεί το πεζό με τα περισσότερα ηπειρώτικα τοπωνύμια σε όλο το έργο του συγγραφέα, αλλά και με αρκετές συγκρίσεις και αξιολογικές κρίσεις υπέρ της ηπειρώτικης παράδοσης.
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος προσπορίζει και ένα δεύτερο κείμενο («Σε μια άκρη της λίμνης ή Όταν βουλιάζει το πλοίο») στον τόμο: πρόκειται για μιαν ερμηνευτική προσέγγιση του μοναδικού θεατρικού έργου του Μηλιώνη, του μονόπρακτου «Σε μια άκρη της λίμνης ή Όταν βουλιάζει το πλοίο», που δημοσιεύεται στο λογοτεχνικό περιοδικό των Ιωαννίνων Ενδοχώρα το 1964, αλλά δεν ανεβαίνει ποτέ στη σκηνή ούτε εκδίδεται αυτοτελώς.
Και ο Ευάγγελος Αυδίκος («Το ισοκράτημα στην πεζογραφία του Χρ. Μηλιώνη: από το δημοτικό τραγούδι στο σαξόφωνο και τα λαϊκά») παρακολουθεί τη σχέση του Μηλιώνη με το δημοτικό τραγούδι, τη χρήση της λαϊκής ποίησης στη συγκρότηση του αφηγηματικού σύμπαντος του συγγραφέα και τον ρόλο του τραγουδιού ως στοχαστικής και κοινωνικής συνδήλωσης, σε μια μεγάλη σειρά κειμένων: τις συλλογές διηγημάτων Ακροκεραύνια (1976), Το πουκάμισο του Κένταυρου και τα άλλα διηγήματα (1983), Χειριστής ανελκυστήρος (1993), Μια χαμένη γεύση (1999), Τα φαντάσματα του Γιόρκ (1999) και Τα πικρά γλυκά (2008) και το μυθιστόρημα Δυτική συνοικία (1980).
Αναμφισβήτητη συμβολή στη μελέτη του έργου του Χριστόφορου Μηλιώνη, ο πολυσυλλεκτικός και πολυπρισματικός τόμος, που φέρει τη φροντίδα και το μεράκι που χαρακτηρίζουν τις εκδόσεις Αιγόκερως του Γιάννη Σολδάτου, συμπληρώνεται με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, εργοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα και ένα ενδιαφέρον και συγκινητικό ιδιόχειρο σημείωμά του, με τίτλο «Πνευματικός περίγυρος (στα παιδικά-εφηβικά χρόνια)», κείμενο που εντοπίστηκε μετά το θάνατό του από την αφοσιωμένη σύντροφό του, Τατιάνα Τσαλίκη-Μηλιώνη, ομότιμη καθηγήτρια του τμήματος Γαλλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ευάγγελος Αυδίκος (επιμ.), Χριστόφορος Μηλιώνης, Νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις στην πεζογραφία του, Αιγόκερως, Αθήνα 2023, 296 σελ.